Ξ. Βαμβακερός, Ε.Α. Παυλάτου, Κ. Κόλλια
21ο Πανελλήνιο Συνέδριο Χημείας (2011), 9-12 Δεκεμβρίου, Θεσσαλονίκη (ομιλία)
Το πώς πρέπει να διαμορφωθεί η Εκπαίδευση στον 21ο αιώνα αποτελεί ένα διαρκές αντικείμενο ανταλλαγής απόψεων τα τελευταία χρόνια. Η συνεχής αυτή αναζήτηση κατευθύνσεων, προσεγγίσεων και τελικά προγραμμάτων και πολιτικών είναι φυσιολογική συνιστώσα της Εκπαίδευσης ή υπάρχει και σύγχυση προσανατολισμού; Μία προσπάθεια για να διερευνηθούν τα παραπάνω ερωτήματα απαιτεί μία ιστορική, πολιτική, κοινωνική και φιλοσοφική αναδρομή στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα έτσι ώστε να διευκρινιστεί το υπόβαθρο και το πλαίσιο της σημερινής κατάστασης στην Εκπαίδευση και με αυτόν τον τρόπο να θεμελιωθούν οι σύγχρονες προοπτικές. Η εκπαιδευτική σκέψη, τις τελευταίες δεκαετίες, κυριαρχήθηκε από εμπειριστικές, αντιρρεαλιστικές, εργαλειακές επιστημολογίες δύο τύπων: του ψυχολογικού ή/και του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού. Οι υποστηρικτές και των δύο αυτών ρευμάτων εκτιμούν τη γνώση μόνο για τη χρησιμότητά της (χρηστικότητα/ωφελιμισμός) και απέχουν από κάθε συζήτηση για το αν η γνώση σχετίζεται πράγματι (αντανακλά, αναπαριστά, αντιστοιχεί κλπ) με τον υπαρκτό κόσμο. Κάθε τέτοιου τύπου προβληματισμός απορρίπτεται ως άσχετος. Όμως, η Εκπαίδευση στις Φ.Ε. πρέπει και δικαιούται να έχει όραμα πέρα και πάνω από τις προσωπικές ιδέες και απόψεις ξεχωριστά του κάθε συμμετέχοντα στην παιδαγωγική διαδικασία (ερευνητή, εκπαιδευτικού, μαθητή). Οι αυριανοί πολίτες πρέπει να έχουν θεωρητική γνώση και κατανόηση των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ της Επιστήμης, της Τεχνολογίας, της Κοινωνίας και του Περιβάλλοντος για να μπορούν να αναλάβουν κατάλληλη, υπεύθυνη και αποτελεσματική δράση σε ζητήματα κοινωνικού, οικονομικού, περιβαλλοντικού και ηθικού ενδιαφέροντος που θα αντιμετωπίσουν στη ζωή. Απαιτείται η μορφωτική δραστηριότητα στο σχολείο να μην επικεντρώνεται κυρίως στη διερεύνηση των εναλλακτικών ιδεών των μαθητών για τον Κόσμο και τις Επιστήμες, τη στιγμή που ο 21ος αιώνας βρήκε τον πλανήτη μπροστά σε ένα αδιέξοδο, όπου το περιβάλλον και η ανθρώπινη ανάπτυξη συνδέονται με μία διαδικασία αλληλοεξαρτώμενης και αλληλοτροφοδοτούμενης κρίσης. Μία προσέγγιση μετριοπαθούς και κριτικού επιστημολογικού ρεαλισμού, ο οποίος αποδέχεται την εξωτερική πραγματικότητα και την πολυπλοκότητά της, λειτουργεί ως ενοποιητικός παράγοντας μέσα στο διεθνές πολυπολιτισμικό πλαίσιο. Με αυτόν τον τρόπο προσφέρει μία βάση συνεννόησης «κοινής λογικής» και επομένως, τη δυνατότητα ανάπτυξης πανευρωπαϊκών εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες θα ανταποκρίνονται στον υπαρκτό κόσμο και στα πραγματικά προβλήματα (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, περιβαλλοντικά, κ.ά.).